- προηγγέλθη
- προηγγέλθη , προαγγέλλωdeclareaor ind pass 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαγγέλλω — ΝΜΑ αναγγέλλω κάτι εκ τών προτέρων, προαναγγέλλω, προειδοποιώ (α. «η κυβέρνηση προαγγέλλει νέα φορολογικά μέτρα» β. «προηγγέλθη δὲ αὐτοῑς καὶ ή ἐπιβολή τῶν σιδηρῶν χειρῶν», Θουκ.) νεοελλ. προμηνύω («τα σύννεφα προαγγέλλουν καταιγίδα») … Dictionary of Greek